μεσωοθήκιο

μεσωοθήκιο
το
ανατ. τμήμα τού πλατιού συνδέσμου τής μήτρας από το οποίο κρέμεται η ωοθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”